εὐδιάφθορος: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάφθορος''': -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4. | |lstext='''εὐδιάφθορος''': -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐδιάφθορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάφθορος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διάφθορος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily destroyed, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1306a10; [ἔντομα] Id.PA682b16; of papyrus rolls, Arch.Pap.6.101 (i A.D.). II easily corrupted, Arist.Ath.41.2 (Comp.); easily going bad, of food, Xenocr. ap. Orib. 2.58.145, Dsc.1.105.
German (Pape)
[Seite 1062] dasselbe, Arist. Pol. 5, 6 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάφθορος: -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.
Greek Monolingual
εὐδιάφθορος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρεται εύκολα
2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα
3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθορος, πολυ-διάφθορος].