εὐδιήγητος: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à raconter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διηγέομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à raconter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διηγέομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐδιήγητος]], -ον (Α)<br />αυτόν τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.
Greek Monolingual
εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.