εὐδίοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδίοπτος''': -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38˙ τὸ εὐδ., [[διαφάνεια]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.
|lstext='''εὐδίοπτος''': -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38˙ τὸ εὐδ., [[διαφάνεια]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδίοπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κάποιος]] να δει εύκολα, ο [[διαφανής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐδίοπτον</i><br />η [[διαφάνεια]] («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δί</i>-<i>οπτος</i> «[[διαφανής]]»].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδίοπτος Medium diacritics: εὐδίοπτος Low diacritics: ευδίοπτος Capitals: ΕΥΔΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eudíoptos Transliteration B: eudioptos Transliteration C: evdioptos Beta Code: eu)di/optos

English (LSJ)

ον,

   A easy to see through, Arist.PA658a5, Pr.932b8 (Comp.), cf. Thphr.Sens.80; τὸ εὐ. τῆς θαλάσσης Arist.GA779b31.

German (Pape)

[Seite 1062] gut zu durchsehen, durchsichtig, Arist. oft, z. B. Probl. 21, 8, 9, im comparat.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδίοπτος: -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38˙ τὸ εὐδ., διαφάνεια, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.

Greek Monolingual

εὐδίοπτος, -ον (Α)
1. αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί κάποιος να δει εύκολα, ο διαφανής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδίοπτον
η διαφάνεια («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δί-οπτος «διαφανής»].