εὐέρκεια: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐέρκεια''': ἡ, [[ἀσφάλεια]], Πλάτ. Νόμ. 778C, 779Β· διάφ. γραφ. εὐερκία.
|lstext='''εὐέρκεια''': ἡ, [[ἀσφάλεια]], Πλάτ. Νόμ. 778C, 779Β· διάφ. γραφ. εὐερκία.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐέρκεια]] και εὐερκία, ἡ (Α) [[ευερκής]]<br />η [[ασφάλεια]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέρκεια Medium diacritics: εὐέρκεια Low diacritics: ευέρκεια Capitals: ΕΥΕΡΚΕΙΑ
Transliteration A: euérkeia Transliteration B: euerkeia Transliteration C: everkeia Beta Code: eu)e/rkeia

English (LSJ)

ἡ,

   A security, Pl.Lg.778c, 779b.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, gute Befestigung, Verwahrung, Plat. Legg. VI, 778 c 779 d, wo die vulg. εὐερκία.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέρκεια: ἡ, ἀσφάλεια, Πλάτ. Νόμ. 778C, 779Β· διάφ. γραφ. εὐερκία.

Greek Monolingual

εὐέρκεια και εὐερκία, ἡ (Α) ευερκής
η ασφάλεια.