εὔκλωστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
(Bailly1_2)
(15)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien filé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κλώθω]].
|btext=ος, ον :<br />bien filé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κλώθω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκλωστος]], -ον)<br />αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που [[είναι]] κλωσμένος καλά.
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1075] ep. ἐΰκλωστος, schön gesponnen, νῆμα, Ant. Sid. 22 (VI, 174, vgl. 284); λίνον, Maec. 7 (VI, 33); χιτών, H. h. Apoll. 203.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλωστος: -ον, καλῶς κεκλωσμένος, χιτὼν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 203· λίνον, νῆμα Ἀνθ. Π. 6. 33, 284.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien filé.
Étymologie: εὖ, κλώθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκλωστος, -ον)
αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που είναι κλωσμένος καλά.