εὔκλαδος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκλᾰδος''': -ον, ἔχων καλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 648, Σουΐδ. ἐν λ. [[εὔπτορθος]]. | |lstext='''εὔκλᾰδος''': -ον, ἔχων καλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 648, Σουΐδ. ἐν λ. [[εὔπτορθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔκλαδος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλάδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with fine boughs, Quint. Ps.47 (48).3; gloss on εὔκνημος, Sch.Nic.Th.648; on εὔπτορθον, Suid.
German (Pape)
[Seite 1074] Erkl. von εὔπτορθος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκλᾰδος: -ον, ἔχων καλοὺς κλάδους, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 648, Σουΐδ. ἐν λ. εὔπτορθος.
Greek Monolingual
εὔκλαδος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλάδος.