εὐόρατος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐόρᾱτος''': -ον, ([[ὁράω]]) = τῷ προηγουμ. Ι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ.
|lstext='''εὐόρᾱτος''': -ον, ([[ὁράω]]) = τῷ προηγουμ. Ι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐόρατος]], -ον (Α)<br />αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται [[σαφώς]], ο [[ορατός]], ο [[εύοπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ορώ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόρᾱτος Medium diacritics: εὐόρατος Low diacritics: ευόρατος Capitals: ΕΥΟΡΑΤΟΣ
Transliteration A: euóratos Transliteration B: euoratos Transliteration C: evoratos Beta Code: eu)o/ratos

English (LSJ)

ον, (ὁράω) = foreg. 1, Eust.86.42.

German (Pape)

[Seite 1085] dasselbe, Iambl., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόρᾱτος: -ον, (ὁράω) = τῷ προηγουμ. Ι, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ.

Greek Monolingual

εὐόρατος, -ον (Α)
αυτός που φαίνεται καλά, που βλέπεται σαφώς, ο ορατός, ο εύοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορατός (< ορώ)].