εὐόνειρος: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνειρος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄνειρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐόνειρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν [[νύκτα]]», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόνειρον</i><br />το ευχάριστο όνειρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνειρος</i> / <i>όνειρον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having auspicious dreams, Str. 16.2.35; bringing such dreams, νύξ Hld.3.5; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.
German (Pape)
[Seite 1085] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόνειρος: -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.
Étymologie: εὖ, ὄνειρος.
Greek Monolingual
εὐόνειρος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα
2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον
το ευχάριστο όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον].