εὐσχημάτιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_16) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσχημάτιστος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47. | |lstext='''εὐσχημάτιστος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A well-formed, Eust.1570.47.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].