εὐσύμβλητος: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβλητος]];<br />ος, ον :<br />facile à conjecturer, à deviner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]]. | |btext=<i>anc. att.</i> [[εὐξύμβλητος]];<br />ος, ον :<br />facile à conjecturer, à deviner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συμβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐσύμβλητος]] και [[εὐξύμβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' [[εὐξύμβλητος]] ἡ [[χρησμῳδία]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>συμ</i>-[[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[συμβάλλω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
old Att. εὐξ-, ον, = sq. 1,
A τέρας Hdt.7.57; ἥδ' οὐκέτ' εὐξὺμβλητος ἡ χρησμῳδία A.Pr.775.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.
French (Bailly abrégé)
anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.
Greek Monolingual
εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].