εὔχροια: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(6_12)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔχροια''': Ἰων. εὐχροίη, ἡ, καλὴ [[χροιά]], ζωηρὰ καὶ ὑγιεινὴ [[ὄψις]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 127Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4. 5, κτλ.
|lstext='''εὔχροια''': Ἰων. εὐχροίη, ἡ, καλὴ [[χροιά]], ζωηρὰ καὶ ὑγιεινὴ [[ὄψις]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 127Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4. 5, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὔχροια]] και ιων. τ. εὐχροίη) [[εύχρους]]<br />καλή [[χροιά]], [[ωραιότητα]] του προσώπου, ευχρωμία, υγιές [[χρώμα]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχροια Medium diacritics: εὔχροια Low diacritics: εύχροια Capitals: ΕΥΧΡΟΙΑ
Transliteration A: eúchroia Transliteration B: euchroia Transliteration C: eychroia Beta Code: eu)/xroia

English (LSJ)

Ion. εὐχροίη, ἡ,

   A goodness of complexion, fresh and healthy look, Hp.Coac.67, Arist.HA584a14, Thphr.Sud.39, Dsc.Eup.1.105, Aret.SA2.4.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, gute, gesunde Farbe, gutes Aussehen, Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχροια: Ἰων. εὐχροίη, ἡ, καλὴ χροιά, ζωηρὰ καὶ ὑγιεινὴ ὄψις, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 127Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4. 5, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α εὔχροια και ιων. τ. εὐχροίη) εύχρους
καλή χροιά, ωραιότητα του προσώπου, ευχρωμία, υγιές χρώμα.