Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζαχαρένιος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(16)
(No difference)

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο
1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος
2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός.
επίρρ...
ζαχαρένια
με γλυκό τρόπο, γλυκά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαστιχ-ένιος, σοκολατ-ένιος)].