ζίζυφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_9) |
(16) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζίζῠφος''': ἡ, [[δένδρον]] ἡ «ζιζυφιά», Λατ. rhamnus jujuba Linn., Ἰταλ. Giuggiola, Γαλλ. gingeolier. - ζίζυφον, τό, ὁ καρπός, Γαλην. 6. 357, Ὀρειβ. 1. 211, Γεωπ. 10. 3, 4. | |lstext='''ζίζῠφος''': ἡ, [[δένδρον]] ἡ «ζιζυφιά», Λατ. rhamnus jujuba Linn., Ἰταλ. Giuggiola, Γαλλ. gingeolier. - ζίζυφον, τό, ὁ καρπός, Γαλην. 6. 357, Ὀρειβ. 1. 211, Γεωπ. 10. 3, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ζιζυφιά]] και [[τζιτζυφιά]], η [[ζίζυφο]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών ραμνοειδών, του οποίου [[καρπός]] [[είναι]] το [[τζίτζυφο]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:15, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ζίζῠφος: ἡ, δένδρον ἡ «ζιζυφιά», Λατ. rhamnus jujuba Linn., Ἰταλ. Giuggiola, Γαλλ. gingeolier. - ζίζυφον, τό, ὁ καρπός, Γαλην. 6. 357, Ὀρειβ. 1. 211, Γεωπ. 10. 3, 4.
Greek Monolingual
και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η ζίζυφο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών ραμνοειδών, του οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο.