ἐχιδνόκομος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχιδνόκομος''': -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.
|lstext='''ἐχιδνόκομος''': -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνόκομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»)].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνόκομος Medium diacritics: ἐχιδνόκομος Low diacritics: εχιδνόκομος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: echidnókomos Transliteration B: echidnokomos Transliteration C: echidnokomos Beta Code: e)xidno/komos

English (LSJ)

ον,

   A snaky-haired, Nonn.D.1.173.

German (Pape)

[Seite 1126] mit Natterhaaren, Nonn. D. 8, 239 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνόκομος: -ον, ἔχων κόμην ἐχιδνώδη, Νόνν. Δ. 1. 173.

Greek Monolingual

ἐχιδνόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κομος (< κόμη «μαλλιά»)].