ζιβύνη: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6_9) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζιβύνη''': ἡ, = [[σιβύνη]], Ἑβδ. (Ἡσαΐ. 2. 4)· ζηβύνη Μαθ. Ἀρχ. σ. 92· ζηβήνη Ἡσύχ.· - ὑποκορ. ζιβύνιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 40, Ἡσύχ. | |lstext='''ζιβύνη''': ἡ, = [[σιβύνη]], Ἑβδ. (Ἡσαΐ. 2. 4)· ζηβύνη Μαθ. Ἀρχ. σ. 92· ζηβήνη Ἡσύχ.· - ὑποκορ. ζιβύνιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 40, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζιβύνη]], ἡ (AM) (Α και ζηβύνη και [[ζηβήνη]])<br />σιδερένιο [[ακόντιο]] ή [[λόγχη]] (<b>βλ.</b> [[σιβύνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σιβύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = σιβύνη, LXXIs.2.4, Ph.Bel.92.44, Porph. ap. Eus.PE 3.12: ζηβήνη, Hsch.:—Dim. ζιβύννιον, τό, Id.
German (Pape)
[Seite 1140] ἡ, = σιβύνη, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ζιβύνη: ἡ, = σιβύνη, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. 2. 4)· ζηβύνη Μαθ. Ἀρχ. σ. 92· ζηβήνη Ἡσύχ.· - ὑποκορ. ζιβύνιον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 40, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζιβύνη, ἡ (AM) (Α και ζηβύνη και ζηβήνη)
σιδερένιο ακόντιο ή λόγχη (βλ. σιβύνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιβύνη.