ζυγικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγικός''': -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29. | |lstext='''ζῠγικός''': -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγικός]], -ή, -όν (Α) [[ζυγόν]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[ζυγό]], στη [[ζυγαριά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ζυγικά</i><br />η [[τέχνη]] ζυγίσματος τών σωμάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ζυγός)
A of or for a balance, τὰ -κά Nicom.Harm.2.
German (Pape)
[Seite 1140] zur Wage gehörig, Arith. Theolg.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγικός: -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29.
Greek Monolingual
ζυγικός, -ή, -όν (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζυγό, στη ζυγαριά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζυγικά
η τέχνη ζυγίσματος τών σωμάτων.