ζυγικός

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγικός Medium diacritics: ζυγικός Low diacritics: ζυγικός Capitals: ΖΥΓΙΚΟΣ
Transliteration A: zygikós Transliteration B: zygikos Transliteration C: zygikos Beta Code: zugiko/s

English (LSJ)

ζυγική, ζυγικόν, (ζυγός) of or for a balance, τὰ ζυγικά Nicom.Harm.2.

German (Pape)

[Seite 1140] zur Wage gehörig, Arith. Theolg.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγικός: -ή, -όν, (ζυγὸς) ἀνήκων εἰς ζυγὸν (ζυγαριάν), Θεολ. Ἀριθμ. σ. 29.

Greek Monolingual

ζυγικός, -ή, -όν (Α) ζυγόν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζυγό, στη ζυγαριά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζυγικά
η τέχνη ζυγίσματος τών σωμάτων.