ζώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζώσιμος''': -ον, (ζέω) ἐπιδεκτικὸς ζωῆς, Λατ. vitalis, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1 (Cod. Urbin.), Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47· τὸ ζώσιμον, τὸ [[μέρος]] τῆς ζωῆς τινος, τὸ [[διάστημα]] ὃ ἔχει τις νὰ ζήσῃ, τὸ ζώσιμον ὅλον κινοῦμαὶ σοι Εὐμάθ. Ἰσμ. σ. 206.
|lstext='''ζώσιμος''': -ον, (ζέω) ἐπιδεκτικὸς ζωῆς, Λατ. vitalis, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1 (Cod. Urbin.), Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47· τὸ ζώσιμον, τὸ [[μέρος]] τῆς ζωῆς τινος, τὸ [[διάστημα]] ὃ ἔχει τις νὰ ζήσῃ, τὸ ζώσιμον ὅλον κινοῦμαὶ σοι Εὐμάθ. Ἰσμ. σ. 206.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζώσιμος]], -ον (AM) [[ζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζώσιμον</i><br />το [[διάστημα]] του βίου που έχει [[κάποιος]] να ζήσει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνάμεις να ζήσει [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] πιθανό να επιζήσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ζώσιμα</i><br />όσα ανήκουν σ' αυτή τη ζωή.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώσιμος Medium diacritics: ζώσιμος Low diacritics: ζώσιμος Capitals: ΖΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: zṓsimos Transliteration B: zōsimos Transliteration C: zosimos Beta Code: zw/simos

English (LSJ)

ον, (ζῶ)

   A viable, Alex.Aphr.Pr.2.47; likely to survive, Aët. 13.22, Horap.1.38.    II pertaining to this life, τὰ ζ. prob. in Phld. Herc.1251.9.

German (Pape)

[Seite 1145] ον, lebenskräftig, der leben kann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζώσιμος: -ον, (ζέω) ἐπιδεκτικὸς ζωῆς, Λατ. vitalis, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1 (Cod. Urbin.), Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47· τὸ ζώσιμον, τὸ μέρος τῆς ζωῆς τινος, τὸ διάστημα ὃ ἔχει τις νὰ ζήσῃ, τὸ ζώσιμον ὅλον κινοῦμαὶ σοι Εὐμάθ. Ἰσμ. σ. 206.

Greek Monolingual

ζώσιμος, -ον (AM) ζω
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ζώσιμον
το διάστημα του βίου που έχει κάποιος να ζήσει
αρχ.
1. αυτός που έχει δυνάμεις να ζήσει ακόμη
2. αυτός που είναι πιθανό να επιζήσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζώσιμα
όσα ανήκουν σ' αυτή τη ζωή.