ζῳοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_4)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῳοφάγος''': ᾰ, ον, ὁ τρώγων ζωϊκὴν τροφήν, [[σαρκοφάγος]], ἀντίθ. [[καρποφάγος]] ([[χορτοφάγος]]), Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 5, Ζ. Μ. 4. 13, 21.
|lstext='''ζῳοφάγος''': ᾰ, ον, ὁ τρώγων ζωϊκὴν τροφήν, [[σαρκοφάγος]], ἀντίθ. [[καρποφάγος]] ([[χορτοφάγος]]), Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 5, Ζ. Μ. 4. 13, 21.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ζῳοφάγος]], -ον)<br />αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο [[σαρκοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[εσθίω]]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1144] Thiere, Fleisch fressend, Ggstz καρποφάγος, Arist. pol. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳοφάγος: ᾰ, ον, ὁ τρώγων ζωϊκὴν τροφήν, σαρκοφάγος, ἀντίθ. καρποφάγος (χορτοφάγος), Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 5, Ζ. Μ. 4. 13, 21.

Greek Monolingual

-ο (Α ζῳοφάγος, -ον)
αυτός που τρώει κρέατα ζώων, ο σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον, αόρ. του εσθίω].