ἡμιμαθής: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιμᾰθής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 160.
|lstext='''ἡμιμᾰθής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 160.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιμαθής]], -ές)<br />αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια [[επιστήμη]] ή μια [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]], <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μαθής πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιμᾰθής Medium diacritics: ἡμιμαθής Low diacritics: ημιμαθής Capitals: ΗΜΙΜΑΘΗΣ
Transliteration A: hēmimathḗs Transliteration B: hēmimathēs Transliteration C: imimathis Beta Code: h(mimaqh/s

English (LSJ)

ές,

   A half-learned, Philostr. VS2.5.4, Poll.6.160.

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιμᾰθής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιμαθής, -ές)
αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β' έ-μαθ-ον), πρβλ. α-μαθής πολυ-μαθής].