Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμικρανία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(6_9)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμικρᾱνία''': ἡ, ([[κρανίον]]) [[πόνος]] κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, [[ὅθεν]] Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.
|lstext='''ἡμικρᾱνία''': ἡ, ([[κρανίον]]) [[πόνος]] κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, [[ὅθεν]] Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἡμικρανία]])<br />[[σφοδρός]] [[πονοκέφαλος]] που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κρανία]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρανίον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-[[κρανία]], <i>κατα</i>-[[κρανία]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμικρᾱνία Medium diacritics: ἡμικρανία Low diacritics: ημικρανία Capitals: ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: hēmikranía Transliteration B: hēmikrania Transliteration C: imikrania Beta Code: h(mikrani/a

English (LSJ)

ἡ, (κράνιον)

   A pain on one side of the head or face, ib.592:—also ἡμι-κράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 (Carnuntum).

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, Kopfschmerz auf der einen Seite, Migräne, Medic.; auch τὸ ἡμικρανικὸν πάθος, Poll. 2, 41; ἡμικρανικοί, die daran leiden, Medic.; auch ἡμικράνιος

Greek (Liddell-Scott)

ἡμικρᾱνία: ἡ, (κρανίον) πόνος κατέχων τὸ ἥμισυ τοῦ κρανίου ἢ τοῦ προσώπου, Γαλην. (Τὸ Λατ. hemicranium, ὅθεν Γαλλ. migraine, Ἀγγλ. megrim). ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.

Greek Monolingual

η (AM ἡμικρανία)
σφοδρός πονοκέφαλος που προσβάλλει το ένα πλάγιο του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, κατα-κρανία.