ἡμιολιασμός: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_14) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιολιασμός''': ὁ, «τὰ ἡμιόλια δοῦναι», Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρατίωνι, Σουΐδ. | |lstext='''ἡμιολιασμός''': ὁ, «τὰ ἡμιόλια δοῦναι», Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρατίωνι, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιολιασμός]], ὁ (Α)<br />[[πολλαπλασιασμός]] επί ένα και μισό, [[δόση]] ενός όλου και μισού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A multiplying by one and a half, Antipho Soph. 75.
German (Pape)
[Seite 1169] ὁ, das Geben des Anderthalbigen, Harpocr. aus Antipho.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιολιασμός: ὁ, «τὰ ἡμιόλια δοῦναι», Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρατίωνι, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἡμιολιασμός, ὁ (Α)
πολλαπλασιασμός επί ένα και μισό, δόση ενός όλου και μισού.