ἡνιοχευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡνιοχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ηνιοχεύω]]<br />[[ηνιοχικός]] («ἡνιοχευτική [[ἀρετή]]», Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχευτικῶς</i><br />με ηνιοχευτικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχευτικός Medium diacritics: ἡνιοχευτικός Low diacritics: ηνιοχευτικός Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniocheutikós Transliteration B: hēniocheutikos Transliteration C: iniocheftikos Beta Code: h(nioxeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv.

   A -κῶς Et.Gud. 672.29.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.

Greek Monolingual

ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.