ηπιόμητις: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἠπιόμητις, ό (Α)
αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρό-μητις].