δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἠπιόμητις, ό (Α)αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρό-μητις].