θαρρούντως: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(Bailly1_3)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec confiance <i>ou</i> hardiesse.<br />'''Étymologie:''' [[θαρρέω]].
|btext=<i>adv.</i><br />avec confiance <i>ou</i> hardiesse.<br />'''Étymologie:''' [[θαρρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[θαρσούντως]], νεώτ. αττ. τ. [[θαρρούντως]], Μ [[θαρρούντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με [[θάρρος]], άφοβα, τολμηρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Γεν. εν. <i>θαρρούντος</i> της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. [[θαρρώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρκούντως]])].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

adv.
avec confiance ou hardiesse.
Étymologie: θαρρέω.

Greek Monolingual

θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως)
επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών του ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)].