θειόδαμος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(SL_1)
(16)
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>θειόδαμος</b> ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;nbsp;<b>1</b> [[god]] compelled ]πατρὸς [[ἑοῖο]][ ]θειόδαμον[ ][[πέφνε]] Δρυ[ (Δρύ[αντα παῖδα supp. T. Lodi, sc. de Dryante a patre Lycurgo necato: Θειοδάμαν[τα] Δρύ[οπα Wil. sc. de Theiodamante Dryope ab Hercule victo) ?fr. 355. 9.
|sltr=<b>θειόδαμος</b> ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;nbsp;<b>1</b> [[god]] compelled ]πατρὸς [[ἑοῖο]][ ]θειόδαμον[ ][[πέφνε]] Δρυ[ (Δρύ[αντα παῖδα supp. T. Lodi, sc. de Dryante a patre Lycurgo necato: Θειοδάμαν[τα] Δρύ[οπα Wil. sc. de Theiodamante Dryope ab Hercule victo) ?fr. 355. 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[θειόδαμος]], -άμη, -ον (Α)<br /> <b>1.</b> αυτός που δαμάζει τους θεούς<br /> <b>2.</b> <b>το θηλ.</b> [[θειοδάμη]]<br /> επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυιό</i>-<i>δαμος</i>, <i>ιππό</i>-<i>δαμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

English (Slater)

θειόδαμος ?
   nbsp;1 god compelled ]πατρὸς ἑοῖο[ ]θειόδαμον[ ]πέφνε Δρυ[ (Δρύ[αντα παῖδα supp. T. Lodi, sc. de Dryante a patre Lycurgo necato: Θειοδάμαν[τα] Δρύ[οπα Wil. sc. de Theiodamante Dryope ab Hercule victo) ?fr. 355. 9.

Greek Monolingual

θειόδαμος, -άμη, -ον (Α)
1. αυτός που δαμάζει τους θεούς
2. το θηλ. θειοδάμη
επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό-δαμος, ιππό-δαμος].