θεύμορος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. et ion. c.</i> [[θεόμορος]].
|btext=<i>dor. et ion. c.</i> [[θεόμορος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θεύμορος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>), <b>βλ.</b> [[θεόμορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[θεόμορος]]. Το α' συνθετικό <i>θευ</i>- [[είναι]] δωρ. τ. του <i>θεο</i>-].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1204] dor. = θεόμορος, Pind. Ol. 3, 10. Der Uebergang von θεο- in θευ- findet bei den Doriern in zusammengesetzten Wörtern, bes. in nom. pr. häufig Statt, während die Attiker in θου- zusammenziehen.

French (Bailly abrégé)

dor. et ion. c. θεόμορος.

Greek Monolingual

θεύμορος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.), βλ. θεόμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεόμορος. Το α' συνθετικό θευ- είναι δωρ. τ. του θεο-].