θίγμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θίγμα''': τό, [[ψαῦσις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ [[μίασμα]]. | |lstext='''θίγμα''': τό, [[ψαῦσις]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ [[μίασμα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θίγμα]], τὸ (Α) [[θιγγάνω]]<br /><b>1.</b> [[θίγημα]], ελαφρό [[άγγιγμα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μίασμα]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,= foreg., IGRom.4.503.11 (Pergam.). II = μίασμα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, Berührung, Ansteckung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θίγμα: τό, ψαῦσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 11· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ μίασμα.
Greek Monolingual
θίγμα, τὸ (Α) θιγγάνω
1. θίγημα, ελαφρό άγγιγμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «μίασμα».