θοινήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θοινήτωρ''': ὁ, = [[θοινάτωρ]], [[θοινατήρ]], Ἀνθ. Π. 7. 241, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 55.
|lstext='''θοινήτωρ''': ὁ, = [[θοινάτωρ]], [[θοινατήρ]], Ἀνθ. Π. 7. 241, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[θοινήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[συμποσιαστής]], [[συνδαιτυμόνας]], ευωχούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. [[αντί]] [[θοινάτωρ]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοινήτωρ Medium diacritics: θοινήτωρ Low diacritics: θοινήτωρ Capitals: ΘΟΙΝΗΤΩΡ
Transliteration A: thoinḗtōr Transliteration B: thoinētōr Transliteration C: thoinitor Beta Code: qoinh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = θοινάτωρ, AP7.241 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1214] ορος, ὁ, = θοινάτωρ, Antp. Sid. 99 (VII, 241).

Greek (Liddell-Scott)

θοινήτωρ: ὁ, = θοινάτωρ, θοινατήρ, Ἀνθ. Π. 7. 241, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 55.

Greek Monolingual

θοινήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ].