θλάστης: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλάστης''': -ου, ὁ, ([[θλάω]]) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν [[ἐργαλεῖον]] = [[ἐμβρυοθλάστης]], Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ [[θλάσις]]).
|lstext='''θλάστης''': -ου, ὁ, ([[θλάω]]) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν [[ἐργαλεῖον]] = [[ἐμβρυοθλάστης]], Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ [[θλάσις]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[θλάστης]], ὁ (Α) [[θλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συντρίβει<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> το χειρουργικό [[εργαλείο]] [[εμβρυοθλάστης]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάστης Medium diacritics: θλάστης Low diacritics: θλάστης Capitals: ΘΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: thlástēs Transliteration B: thlastēs Transliteration C: thlastis Beta Code: qla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,= ἐμβρυοθλάστης, Hp. ap. Gal.19.104.

German (Pape)

[Seite 1212] ὁ, der Quetscher, Galen. Bei E. M. falsch θλάτης.

Greek (Liddell-Scott)

θλάστης: -ου, ὁ, (θλάω) ὁ συντρίβων· ἰδίως ἰατρικὸν ἐργαλεῖον = ἐμβρυοθλάστης, Γαλην. 7. 28 (κοινὴ γραφὴ θλάσις).

Greek Monolingual

θλάστης, ὁ (Α) θλω
1. αυτός που συντρίβει
2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης.