θρύψιχος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_3)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρύψιχος''': «[[τρυφερός]], [[μαλακός]], [[αἰσχρός]], [[χαῦνος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''θρύψιχος''': «[[τρυφερός]], [[μαλακός]], [[αἰσχρός]], [[χαῦνος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρύψιχος]], -ον (Α) [[θρύψις]]<br />«[[θρυπτικός]]», γυναικωτός, διεφθαρμένος.
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύψιχος Medium diacritics: θρύψιχος Low diacritics: θρύψιχος Capitals: ΘΡΥΨΙΧΟΣ
Transliteration A: thrýpsichos Transliteration B: thrypsichos Transliteration C: thrypsichos Beta Code: qru/yixos

English (LSJ)

   A = θρυπτικός, Theognost.Can.20, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θρύψιχος: «τρυφερός, μαλακός, αἰσχρός, χαῦνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θρύψιχος, -ον (Α) θρύψις
«θρυπτικός», γυναικωτός, διεφθαρμένος.