θρύψιχος

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύψιχος Medium diacritics: θρύψιχος Low diacritics: θρύψιχος Capitals: ΘΡΥΨΙΧΟΣ
Transliteration A: thrýpsichos Transliteration B: thrypsichos Transliteration C: thrypsichos Beta Code: qru/yixos

English (LSJ)

= θρυπτικός, Theognost.Can.20, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

θρύψιχος: «τρυφερός, μαλακός, αἰσχρός, χαῦνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θρύψιχος, -ον (Α) θρύψις
«θρυπτικός», γυναικωτός, διεφθαρμένος.