θρύψιχος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: θρύψιχος | Medium diacritics: θρύψιχος | Low diacritics: θρύψιχος | Capitals: ΘΡΥΨΙΧΟΣ |
Transliteration A: thrýpsichos | Transliteration B: thrypsichos | Transliteration C: thrypsichos | Beta Code: qru/yixos |
= θρυπτικός, Theognost.Can.20, Hsch.
θρύψιχος: «τρυφερός, μαλακός, αἰσχρός, χαῦνος» Ἡσύχ.
θρύψιχος, -ον (Α) θρύψις
«θρυπτικός», γυναικωτός, διεφθαρμένος.