θυλλίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυλλίς''': -ίδος, ἡ, = [[θύλακος]], Ἀρκάδ. σ. 30. 12, Ἡσύχ. | |lstext='''θυλλίς''': -ίδος, ἡ, = [[θύλακος]], Ἀρκάδ. σ. 30. 12, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυλλίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[θύλακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυλλ</i>-<i>ίς</i>. Πιθ. υποκορ. του [[θύλακος]] [[χωρίς]] να εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ακ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, -θύλακος, Hdn.Gr.1.89, Hsch. θύλον: ὀλέθριον (leg. οὖλον), Id.
German (Pape)
[Seite 1222] ίδος, ἡ, = θύλακος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θυλλίς: -ίδος, ἡ, = θύλακος, Ἀρκάδ. σ. 30. 12, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θυλλίς, -ίδος, ἡ (Α)
θύλακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλ-ίς. Πιθ. υποκορ. του θύλακος χωρίς να εμφανίζει το επίθημα -ακ-].