θυμούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
θυμοῡμαι (ΑΜ) θυμός
βλ. θυμώ.———————— (II)
και θυμάμαι και θυμιέμαι (Μ θυμοῡμαι) θυμός
ενθυμούμαι.