θυηκόος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_14) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυηκόος''': ὁ, = [[θυοσκόος]], Ἡσύχ.∙ συνηρ. τις τύποις: τοῦ θυηκοῦ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 79., 11. 95, ἴδε Böckh σ. 281. | |lstext='''θυηκόος''': ὁ, = [[θυοσκόος]], Ἡσύχ.∙ συνηρ. τις τύποις: τοῦ θυηκοῦ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 79., 11. 95, ἴδε Böckh σ. 281. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυηκόος]], ὁ (Α)<br />[[θυοσκόος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θυοσκόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,= θυοσκόος, Hsch.; cf. θυηχόος.
German (Pape)
[Seite 1221] zsgz. θυηκοῦς, für θυοσκόος, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
θυηκόος: ὁ, = θυοσκόος, Ἡσύχ.∙ συνηρ. τις τύποις: τοῦ θυηκοῦ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 79., 11. 95, ἴδε Böckh σ. 281.