Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(17) |
(No difference)
|
θρῆνυξ και βοιωτ. τύπος θρᾱνυξ, ὁ (Α)
το χαμηλό σκαμνάκι, το υποπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θρήνυς, παρεκτεταμένος με ουρανικό (πρβλ. βοιωτ. θράνυξ)).