θυμοσοφικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’une nature raisonnable, intelligente.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόσοφος]].
|btext=ή, όν :<br />d’une nature raisonnable, intelligente.<br />'''Étymologie:''' [[θυμόσοφος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο.
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοσοφικός Medium diacritics: θυμοσοφικός Low diacritics: θυμοσοφικός Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: thymosophikós Transliteration B: thymosophikos Transliteration C: thymosofikos Beta Code: qumosofiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A clever, Ar.V.1280 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.