θυλακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡλᾰκοφόρος''': -ον, φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] πήραν, [[ὄνομα]] τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''θῡλᾰκοφόρος''': -ον, φέρων μεθ’ [[ἑαυτοῦ]] πήραν, [[ὄνομα]] τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυλακοφόρος]], -ον (Α)<br />(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει [[μαζί]] του [[σακούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ροπαλο</i>-[[φόρος]], <i>φαεσ</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοφόρος Medium diacritics: θυλακοφόρος Low diacritics: θυλακοφόρος Capitals: ΘΥΛΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thylakophóros Transliteration B: thylakophoros Transliteration C: thylakoforos Beta Code: qulakofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A carrying a bag, name for prospectors, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1222] Sackträger, nach VLL. von Bergleuten.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοφόρος: -ον, φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ πήραν, ὄνομα τῶν ὀρεινῶν χωρικῶν, οἵτινες καὶ πηροφόροι ἐκαλοῦντο, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

θυλακοφόρος, -ον (Α)
(για χωρικούς που ζουν σε ορεινά μέρη) αυτός που φέρει μαζί του σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -φορος (< φέρω), πρβλ. ροπαλο-φόρος, φαεσ-φόρος.