ἰαμβώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰαμβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἰαμβικός]], σατυρικός, Φιλόστρ. 246.
|lstext='''ἰαμβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἰαμβικός]], σατυρικός, Φιλόστρ. 246.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβώδης]], -ῶδες (Α) [[ίαμβος]]<br />[[ιαμβικός]], [[σατιρικός]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαμβώδης Medium diacritics: ἰαμβώδης Low diacritics: ιαμβώδης Capitals: ΙΑΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: iambṓdēs Transliteration B: iambōdēs Transliteration C: iamvodis Beta Code: i)ambw/dhs

English (LSJ)

[ῐ], ες,

   A iambic, scurrilous, ἐπίδειξις Philostr.VA6.11.

German (Pape)

[Seite 1233] ες, jambenartig, bei Philostr. schmähsüchtig, neben φιλολοίδορος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαμβώδης: -ες, (εἶδος) ἰαμβικός, σατυρικός, Φιλόστρ. 246.

Greek Monolingual

ἰαμβώδης, -ῶδες (Α) ίαμβος
ιαμβικός, σατιρικός.