θύτις: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θύτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[θύτης]], Ἡσύχ.· θύτρια, τοῦ [[θυτήρ]], Σουΐδ.
|lstext='''θύτις''': -ιδος, θηλ. τοῦ [[θύτης]], Ἡσύχ.· θύτρια, τοῦ [[θυτήρ]], Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θύτις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />[[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> (I)].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠτις Medium diacritics: θύτις Low diacritics: θύτις Capitals: ΘΥΤΙΣ
Transliteration A: thýtis Transliteration B: thytis Transliteration C: thytis Beta Code: qu/tis

English (LSJ)

ιδος, fem. of θύτης, Hsch.

   A s.v. ἱρήτειρα:

German (Pape)

[Seite 1228] ἡ, fem. zu θύτης, Priesterinn, Hesych., Erkl. von ἱρήτειρα.

Greek (Liddell-Scott)

θύτις: -ιδος, θηλ. τοῦ θύτης, Ἡσύχ.· θύτρια, τοῦ θυτήρ, Σουΐδ.

Greek Monolingual

θύτις, -ιδος, ἡ (Α)
ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θύτης (< θύω (I)].