ἰβηρίς: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6_12) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰβηρίς''': -ίδος, ἡ, [[λεπίδιον]], Δαμοκράτης παρὰ Γαλην. 13. σ. 635, Διοσκ. 2. 205. (Ἐκ τοῦ τόπου ἐν ᾧ φύεται ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]]). | |lstext='''ἰβηρίς''': -ίδος, ἡ, [[λεπίδιον]], Δαμοκράτης παρὰ Γαλην. 13. σ. 635, Διοσκ. 2. 205. (Ἐκ τοῦ τόπου ἐν ᾧ φύεται ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰβηρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[λεπίδιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[Ιβηρία]], απ' όπου έχει την προέλευσή του το [[φυτό]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A pepperwort, Lepidium graminifolium, Damocr. ap. Gal.13.350; = λεπίδιον, Aët. ap. Ps.-Dsc.2.174. (Prob. from its place of growth.)
German (Pape)
[Seite 1235] ίδος, ἡ, eine Art Kresse, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰβηρίς: -ίδος, ἡ, λεπίδιον, Δαμοκράτης παρὰ Γαλην. 13. σ. 635, Διοσκ. 2. 205. (Ἐκ τοῦ τόπου ἐν ᾧ φύεται ἔλαβε τὸ ὄνομα).
Greek Monolingual
ἰβηρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό λεπίδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Ιβηρία, απ' όπου έχει την προέλευσή του το φυτό].