ἰδιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατ’ ἰδίαν ζῶν, [[ἀναχωρητής]], [[ἡσυχαστής]], Διογ. Λ. 1. 25, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. 482Β. | |lstext='''ἰδιαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατ’ ἰδίαν ζῶν, [[ἀναχωρητής]], [[ἡσυχαστής]], Διογ. Λ. 1. 25, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. 482Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰδιαστής]], ὁ (Α) [[ιδιάζω]]<br />ο [[ησυχαστής]], ο [[αναχωρητής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A recluse, D.L.1.25.
German (Pape)
[Seite 1236] ὁ, abgesondert für stch lebend, D. L. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κατ’ ἰδίαν ζῶν, ἀναχωρητής, ἡσυχαστής, Διογ. Λ. 1. 25, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. 482Β.
Greek Monolingual
ἰδιαστής, ὁ (Α) ιδιάζω
ο ησυχαστής, ο αναχωρητής.