ἰθυκρήδεμνος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_12) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθυκρήδεμνος''': ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ [[πλοῖον]] ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα. | |lstext='''ἰθυκρήδεμνος''': ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ [[πλοῖον]] ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθυκρήδεμνος]], -ον (Α)<br />(για πλοία) αυτός που έχει τα [[ιστία]] αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κρήδεμνον]] «[[κάλυμμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, epith. of ships, prob.
A with canvas set, Pamphosap.Paus.7.21.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυκρήδεμνος: ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ πλοῖον ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα.
Greek Monolingual
ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].