ἱματιοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμᾰτιοφύλαξ''': ὁ, ἡ, [[φύλαξ]], ἐπιμελητὴς τῶν ἱματίων, Ἐπιφάν. Ι. σ. 459Β, κλ.
|lstext='''ἱμᾰτιοφύλαξ''': ὁ, ἡ, [[φύλαξ]], ἐπιμελητὴς τῶν ἱματίων, Ἐπιφάν. Ι. σ. 459Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱματιοφύλαξ]], -ακος ὁ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[φύλακας]] και [[επιμελητής]] τών στολών του αυτοκράτορα<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] στον ναό) [[φύλακας]] και [[επιμελητής]] ιματίων.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτιοφύλαξ Medium diacritics: ἱματιοφύλαξ Low diacritics: ιματιοφύλαξ Capitals: ΙΜΑΤΙΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: himatiophýlax Transliteration B: himatiophylax Transliteration C: imatiofylaks Beta Code: i(matiofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A keeper of the wardrobe, LXX 4 Ki.22.14:—in form εἱματο-, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1253] ακος, ὁ, Kleiderwächter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτιοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλαξ, ἐπιμελητὴς τῶν ἱματίων, Ἐπιφάν. Ι. σ. 459Β, κλ.

Greek Monolingual

ἱματιοφύλαξ, -ακος ὁ (ΑΜ)
μσν.
φύλακας και επιμελητής τών στολών του αυτοκράτορα
αρχ.
(κυρίως στον ναό) φύλακας και επιμελητής ιματίων.