ιππόστασις: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἱππόστασις, ἡ (Α)
1. ιπποστάσιο
2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» — ο σκοτεινός στάβλος του Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ.
β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ' ἱπποστάσεις» — ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων του Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -στασις (< στάσις < ἵστημι), πρβλ. αιγό-στασις, βού-στασις].