ιριδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
ιριδόχρους, αυτός που έχει τα χρώματα της ίριδας, αυτός που μοιάζει με την ίριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις, ἴριδος + -ειδής (< είδος), πρβλ. βελονο-ειδής, χελιδονο-ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/λεως].