ἱπποπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(eksahir)
(18)
Line 12: Line 12:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que tiene rostro de caballo]]
|esgtx=[[que tiene rostro de caballo]]
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱπποπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική [[φυλή]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερακο</i>-[[πρόσωπος]], <i>ορνιθο</i>-[[πρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποπρόσωπος Medium diacritics: ἱπποπρόσωπος Low diacritics: ιπποπρόσωπος Capitals: ΙΠΠΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: hippoprósōpos Transliteration B: hippoprosōpos Transliteration C: ippoprosopos Beta Code: i(ppopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A horse-faced, epith. of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2549; of a fabulous tribe, Peripl.M.Rubr.62.

Spanish

que tiene rostro de caballo

Greek Monolingual

ἱπποπρόσωπος, -ον (Α)
πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσ-ωπον), πρβλ. ιερακο-πρόσωπος, ορνιθο-πρόσωπος.