ἵππουρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
mNo edit summary
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à queue de cheval;<br /><i>subst.</i> ὁ [[ἵππουρος]];<br /><b>1</b> sorte d’insecte;<br /><b>2</b> sorte de poisson;<br /><b>3</b> sorte de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[οὐρά]].
|btext=ος, ον :<br />à queue de cheval;<br /><i>subst.</i> ὁ [[ἵππουρος]];<br /><b>1</b> sorte d’insecte;<br /><b>2</b> sorte de poisson;<br /><b>3</b> sorte de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[οὐρά]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππουρος Medium diacritics: ἵππουρος Low diacritics: ίππουρος Capitals: ΙΠΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: híppouros Transliteration B: hippouros Transliteration C: ippouros Beta Code: i(/ppouros

English (LSJ)

ον, (οὐρά)

   A horse-tailed: as Subst.,    1 a sea-fish, Coryphaena hippurus, Epich.51, Arist.HA 543a23, Numen. ap. Ath.7.304d, Opp.H.1.184.    2 a kind of insect, Ael.NA15.1.    3 = ἵππουρις 11.2, Hippiatr.27.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππουρος: -ον, (οὐρὰ) ἔχων οὐρὰν ἵππου, 1) θαλάσσιός τις ἰχθύς, ὁ καὶ ἱππουρεὺς καὶ κορύφαινα καλούμενος, coryphaena hippūrus, Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10. 20· ὁ Ὀππιανὸς (Ἀλ. 1. 184 καὶ 4, 404) καταλέγει τὸν ἰχθὺν τοῦτον ἐν τοῖς κητώδεσιν. 2) εἶδος ἐντόμου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue de cheval;
subst.ἵππουρος;
1 sorte d’insecte;
2 sorte de poisson;
3 sorte de plante.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.

Greek Monolingual

ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ. ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.