ισοδυναμώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσοδυναμῶ, -έω) ισοδύναμος
είμαι ίσος ή ισοδύναμος με κάποιον, έχω την ίδια δύναμη ή ισχύ ή αξία ή σημασία με κάποιον άλλο, αντιστοιχώ (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με άρνηση» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῑ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Πολ.)
αρχ.
(για φάρμακα) έχω τις ίδιες ιδιότητες με κάποιο άλλο.