ἰταμία: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_12)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰτᾰμία''': ῐ, ἡ, [[ἰταμότης]], Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΘ΄, 15).
|lstext='''ἰτᾰμία''': ῐ, ἡ, [[ἰταμότης]], Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΘ΄, 15).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰταμία]], ἡ (Α) [[ιταμός]]<br />[[ιταμότητα]].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμία Medium diacritics: ἰταμία Low diacritics: ιταμία Capitals: ΙΤΑΜΙΑ
Transliteration A: itamía Transliteration B: itamia Transliteration C: itamia Beta Code: i)tami/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἰταμότης, LXXJe.29.17 (49.16).

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, = ἰταμότης, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμία: ῐ, ἡ, ἰταμότης, Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΘ΄, 15).

Greek Monolingual

ἰταμία, ἡ (Α) ιταμός
ιταμότητα.